- παλ-
- παλ-перед λ = παν-
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παλ(λ)ίζεσθαι — (Α) [πάλλα] (κατά τον Ησύχ.) «σφαιρίζειν» … Dictionary of Greek
πάλ' — πάλαι , πάλα nugget fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλα nugget fem dat sg (doric aeolic) πάλαι , πάλαι long ago poetic indeclform (adverb) πάλαι , πάλη wrestling fem nom/voc pl πάλᾱͅ , πάλη wrestling fem dat sg (doric aeolic) πάλι , πάλιν back poetic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στζινιέι Μέρσε, Παλ — (Szinyei Merse). Ούγγρος ζωγράφος (Στζίνιε – Ούιφαλου 1845 Γιέρνιε 1920). Υπήρξε μαθητής του Πιλότι στο Μόναχο και είναι ο εισηγητής στην Ουγγαρία της «υπαίθριας ζωγραφικής», που διακρινόταν για την ελευθερία της σύλληψης και τη διαφάνεια των… … Dictionary of Greek
μισσέρ — και μίσσερ και μισέρ, ο (Μ μισσέρ και μισέρ και μεσ[σ]έρ και μεσσίρ και μίσσερ και μισσέρε και μισσί και μισσιέρ και μισσίρ και μισσίρε) (στη Βενετία και στις βενετοκρατούμενες περιοχές) τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση πριν από το όνομα ευγενών… … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek
χλομός — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ριζού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται … Dictionary of Greek
κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μελανδόκος — ον (Α μελανδόχος, ον) αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ. β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον μελανοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο… … Dictionary of Greek
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek